καθορίζω — καθορίζω, καθόρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καθορίζω — (Α καθορίζω) ορίζω κάτι με ακρίβεια, προσδιορίζω (α. «μόνος του θα καθορίσει την ημερομηνία τής συνάντησης» β. «καθορίζω τὰς αἰτίας τινός», Φιλόδ.) νεοελλ. διασαφηνίζω, διευκρινίζω αρχ. μέσ. καθορίζομαι πάπ. εγείρω αξιώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)… … Dictionary of Greek
καθορίζω — καθόρισα, καθορίστηκα, καθορισμένος, προσδιορίζω κάτι ακριβώς: Η επιτροπή καθόρισε τους όρους του διαγωνισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθορίζετε — καθορίζω determine pres imperat act 2nd pl καθορίζω determine pres ind act 2nd pl καθορίζω determine imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθοριεῖ — καθορίζω determine fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) καθορίζω determine fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθοριοῦσιν — καθορίζω determine fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) καθορίζω determine fut ind act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθορίζει — καθορίζω determine pres ind mp 2nd sg καθορίζω determine pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθορίζοντα — καθορίζω determine pres part act neut nom/voc/acc pl καθορίζω determine pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθορίζουσι — καθορίζω determine pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καθορίζω determine pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθορίσαι — καθορίζω determine aor inf act καθορίσαῑ , καθορίζω determine aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθμονομώ — καθορίζω την κλίμακα ανάγνωσης σ ένα επιστημονικό μετρητικό όργανο χαράζοντας τούς αντίστοιχους αριθμούς στον κανόνα ή στο τόξο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθμός + νομώ( έω) < νόμος < νέμω (πρβλ. κληρονομώ, παρανομώ, ταξινομώ κ.ά.)] … Dictionary of Greek