καθορίζω

καθορίζω
μετ.
1) определять, обусловливать;

καθορίζω την επιτυχία — определять успех;

καθορίζω την έκβαση τού αγώνα — решать исход борьбы;

καθορίζω τίς υποχρεώσεις τού καθένα — определять обязанности каждого;

2) устанавливать, назначать;

καθορίζω προθεσμία — устанавливать срок;

καθορίζομαι — определяться (чём-л.); — зависеть (от чего-л.);

καθορίζεται από πολλούς λόγους — эτο — зависит от ряда обстоятельств


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "καθορίζω" в других словарях:

  • καθορίζω — καθορίζω, καθόρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καθορίζω — (Α καθορίζω) ορίζω κάτι με ακρίβεια, προσδιορίζω (α. «μόνος του θα καθορίσει την ημερομηνία τής συνάντησης» β. «καθορίζω τὰς αἰτίας τινός», Φιλόδ.) νεοελλ. διασαφηνίζω, διευκρινίζω αρχ. μέσ. καθορίζομαι πάπ. εγείρω αξιώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)… …   Dictionary of Greek

  • καθορίζω — καθόρισα, καθορίστηκα, καθορισμένος, προσδιορίζω κάτι ακριβώς: Η επιτροπή καθόρισε τους όρους του διαγωνισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθορίζετε — καθορίζω determine pres imperat act 2nd pl καθορίζω determine pres ind act 2nd pl καθορίζω determine imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθοριεῖ — καθορίζω determine fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) καθορίζω determine fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθοριοῦσιν — καθορίζω determine fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) καθορίζω determine fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθορίζει — καθορίζω determine pres ind mp 2nd sg καθορίζω determine pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθορίζοντα — καθορίζω determine pres part act neut nom/voc/acc pl καθορίζω determine pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθορίζουσι — καθορίζω determine pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καθορίζω determine pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθορίσαι — καθορίζω determine aor inf act καθορίσαῑ , καθορίζω determine aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθμονομώ — καθορίζω την κλίμακα ανάγνωσης σ ένα επιστημονικό μετρητικό όργανο χαράζοντας τούς αντίστοιχους αριθμούς στον κανόνα ή στο τόξο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθμός + νομώ( έω) < νόμος < νέμω (πρβλ. κληρονομώ, παρανομώ, ταξινομώ κ.ά.)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»